- αλωνειά
- η [αλωνεύω]αλώνισμα, αλωνισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλωνία — Τρία είδη φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Η επιστημονική τους ονομασία είναι αλχάγιο και, το καθένα χωριστά, αλχάγιο το ελληνικό, αλχάγιο το καμήλιο και αλχάγιο το μαυριτανικό. Είναι φυτά φρυγανώδη με πολλά αγκαθωτά κλαδιά και μικρά φύλλα. Τα … Dictionary of Greek
αλωνεύω — ἁλωνεύω βλ. αλωνεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἁλωνεύομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνειά, αλώνεμα, αλωνευτής] … Dictionary of Greek
αλώνεμα — το [αλωνεύω] η αλωνειά … Dictionary of Greek